- παρασπονδώ
- παρασπονδώ, παρασπόνδησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παρασπονδώ — παρασπονδῶ, έω, ΝΑ [παράσπονδος] παραβαίνω, παραβιάζω συνθήκες, αθετώ συμφωνία αρχ. 1. καταπατώ συνήθειες και έθιμα 2. προδίδω την πίστη που οφείλω σε κάποιον 3. (σχετικά με λατρευτικά είδωλα) βλασφημώ, προσβάλλω 4. φρ. «παρασπονδῶ πίστεις… … Dictionary of Greek
παρασπονδώ — παρασπόνδησα, αθετώ συνθήκη, παραβιάζω συμφωνία, παραβαίνω σπονδές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρασπόνδῳ — παράσπονδος contrary to a compact masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαρασπονδώ — έω, Α παρασπονδώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρασπονδῶ «παραβιάζω συμφωνία»] … Dictionary of Greek
παρασπονδία — η παρασπόνδηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρασπονδώ. Η λ., στον πληθ. παρασπονδίαι, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
παρασπονδητής — ὁ, Μ [παρασπονδώ] παράσπονδος … Dictionary of Greek
παρασπόνδημα — ατος, τὸ, Α [παρασπονδώ] παράβαση οφειλόμενης πίστης, απιστία … Dictionary of Greek
παρασπόνδηση — η / παρασπόνδησις, εως, ΝΑ [παρασπονδώ] παράβαση τών σπονδών, τών συνθηκών, αθέτηση υποσχέσεως, καταπάτηση όρκου, παρασπονδία … Dictionary of Greek